αλωνίζω — αλωνίζω, αλώνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλωνίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. χωρίζω στο αλώνι τα σπυριά των δημητριακών από τα στάχυα: Μια βδομάδα τώρα κάθε μέρα αλωνίζουμε. 2. διασκορπίζω ανθρώπους ή πράγματα: Ένας εκείνος και όμως αλώνισε τρεις. 3. τρέχω εδώ κι εκεί, γυρίζω: Πού αλώνιζες όλες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλωνοθερίζω — θερίζω και αλωνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωνίζω + θερίζω, κατόπιν απλολογίας αντί *αλωνιζοθερίζω] … Dictionary of Greek
απαλοώ — ἀπαλοῶ κ. λοιῶ ( άω) (Α) 1. πατώ στο αλώνι, αλωνίζω το στάρι 2. συντρίβω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αλοώ «αλωνίζω, κτυπώ»] … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
συναλοώ — άω, Α 1. αλωνίζω μαζί με άλλον 2. κατασυντρίβω («δαλεῑτο πρόσωπον, μέχρι συνηλοίησε παρήϊα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλοῶ «αλωνίζω, θρυμματίζω»] … Dictionary of Greek
άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… … Dictionary of Greek
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek
αγαπίζω — 1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω 2. συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. αντί τού αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε ίζω (πρβλ. αλώνισα… … Dictionary of Greek
αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] … Dictionary of Greek